οξύπλους

οξύπλους
-ουν και -οος, -οο
(για πλοίο)
1. αυτός που πλέει με μεγάλη ταχύτητα, ταχύπλοος
2. αυτός που πλέει με γωνία όσο το δυνατόν πιο οξεία προς την κατεύθυνση τού ανέμου
3. το ουδ. ως ουσ. το οξύπλουν
ταχύπλοο ιστιοφόρο πλοίο, ιδίως το πλοίο που μπορεί να πλέει σχηματίζοντας πολύ μικρή, δηλ. οξεία, γωνία με τη διεύθυνση τού ανέμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + πλόος / πλους. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στο ημερολόγιο Ποικίλη Στοά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”